παυσίπονα

παυσίπονα
παυσίπονος
ending toil
neut nom/voc/acc pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • παυσίπονος — η, ο / παυσίπονος, ον, ΝΑ νεοελλ. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα παυσίπονα (ενν. φάρμακα) ομάδα φαρμάκων τα οποία μειώνουν το αίσθημα τού πόνου και τών οποίων η χημική σύσταση και η δράση είναι ποικίλη αρχ. αυτός που καταπαύει ή καταπραΰνει τον μόχθο …   Dictionary of Greek

  • χλωροφορμιούχος — α, ο, θηλ. και ος, Ν 1. αυτός που περιέχει χλωροφόρμιο 2. φρ. α) «χλωροφορμιούχα έλαια» διαλύματα χλωροφορμίου σε έλαια, χρησιμοποιούμενα σε εντριβές ως παυσίπονα β) «χλωροφορμιούχο ύδωρ» υδατικό διάλυμα τού χλωροφορμίου, χορηγούμενο εσωτερικά ως …   Dictionary of Greek

  • καυστικές ουσίες ή καυστικά — Χημικά προϊόντα ικανά να καταστρέψουν –όταν έρθουν σε επαφή– τους ζωντανούς ιστούς, προκαλώντας σε αυτούς αισθητές τοπικές αλλοιώσεις. Στις κ.ο. περιλαμβάνονται προϊόντα που διαφέρουν μεταξύ τους ως προς τις χημικές τους ιδιότητες· από τα πιο… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”